Έφτασα κάπου το μεσημέρι. Κάπου δυο ώρες πιο πριν, στο αερόδρομιο Σαρλς ντε Γκολ, έκανα τις τελευταίες επικοινωνίες για να κλείσω τις γαλλικές εκκρεμότητες: τηλεφώνημα στην επιθεώρηση εργασίας μήπως κι εξασφαλίσω την παρέμβασή τους στη δουλειά, μηνύματα με το συνδικαλιστή να ασκήσει πίεση, e-mail. Είχα λάβει και τα μηνύματα του φίλου μου του καθηγητή μαθηματικών που μου έλεγε ότι τα γράμματα που του είχα προωθήσει το προηγούμενο βράδυ αποδεικνύουν ότι χρήσω ιατρο-φαρμακευτικής περίθαλψης, ότι πρέπει να πάω σε ψυχίατρο κι ότι θα χάσω τη δουλειά μου έτσι που το πάω. Τον είχα βρίσει συνοπτικά («λες μαλακίες») και τον είχα κατηγορήσει ότι δεν μπορεί να βγει από το νεποτικό σύστημα στο οποίο ανήκει, επιστρέφοντάς του τις συμβουλές που μου είχε δώσει.
Στο αεροδρόμιο της Βαλένθια αισθανόμουν χαμένος. Κάπνισα αρκετά τσιγάρα μέχρι να σκεφτώ πως θα φτάσω στην πόλη. Ως συνήθως, δεν είχα προετοιμαστεί καθόλου και περίμενα να αυτοσχεδιάσω. Είχα κλείσει βέβαια ένα ξενοδοχείο, αλλά έμενε να δω πως θ φτάσω εκεί.
Πήρα το λεωφορείο που σταματούσε απέναντί μου. Πήγαινε λέει στο κέντρο. Είχα βάλει Google Maps και παρακολουθούσα το στίγμα της πορείας μας, συγκρίνοντάς το με το στόχο, που ήταν το ξενοδοχείο. Κάποια στιγμή περάσαμε από μια γειτονιά που μου φαινόταν πολύ οικεία (όχι ότι είχα ξαναπάει ποτέ στη Βαλένθια…). Κατέβηκα εκεί. «Θα το συνεχίσω με τα πόδια». Ούτως η άλλως, είχα απλώς μια μικρή βαλίτσα – με πολύ καλά ροδάκια. Έψαξα τώρα συγκεκριμένα στο Google Maps να δω πώς. Μία ώρα και είκοσι λεπτά με τα πόδια για το ξενοδοχείο. Είχε παιχτεί μαλακία.
Ωστόσο, η γειτονιά παρέμενε όμορφη. Έφαγα bocadilos και ήπια cerveca σε δυο καφέ-εστιατόρια μαζί με τους ντόπιους. Πολύ φιλόξενοι. Δεν έβλεπαν συχνά τουρίστες σ’εκείνα τα μέρη. Πήγα πάνω-κάτω με τη βαλίτσα μερικές φορές. Το ξενοδοχείο ήταν μακριά από κει καθώς – μάλλον – κι από το (τουριστικό πλέον) κέντρο. Το ακύρωσα.