Στις κάμερες

Τα παιδιά παίζουν με τα όπλα

Τα παιδιά

Ο ξάδερφος του κατετάγη στη λεγεώνα των ξένων

Κι έχει τις δολοφονίες του στο κινητό

Των άλλων παιδιών τα κουφαρια

Κάποια παιδιά δείχνουν τον κωλο τους τα βράδια

Που τον έφτιαξαν ο μπαμπάς με τη μαμά

Σας αναφέρουν κύριε σμηνίτη…

Τα παιδιά

Κάποια θέλουν να σβήνουν φωτιές

Μόλις γίνουν άντρες

Και χορεύουν ρυθμικά τον άχαρο χώρο του πολέμου

Καλύτεροι του Α1 από αυτούς του Α4

Τη Ρουλα τη σμηνία την αγαπάνε

Τα παιδιά

Όπως και τ’αυτοκίνητα

Και κάνουν κόντρες με τους άλλους στους δρόμους

Τους αουντι, τους μερσεντες…

2 ΚΣ

Και είναι ακόμα πολύς χρόνος

Όπως τους λέει ο επισμηνιας

Αύριο θα τους επισκεφτει ο μοιραρχος

Μιας και ο ναρκισσισμος του βισματωμενου νησιωτη μπλέκεται με το δίκιο για την ελευθερία και την αλληλεγγύη που τους γλιτώνει

Τι να τους πει κι αυτός δεν ξέρει

Ελπίζει σε ένα αξυριστο μάγουλο κι ένα αφτιαχτο κρεβάτι. Έχει και τα γενικά κατά νου.

Στην κάτω δεξιά οθόνη, ο ιστός μιας αράχνης

Τον υφανε σε τρεις βάρδιες, να κρύβει την πίσω αποθήκη από το μεγάλο αδερφό σμηνίτη

Ο Μάνος τυχερός, την παρακολουθούσε κατά το έργον

Ο Χώρος των Αχρήστων μου έμοιαζε πίνακας του Μονε το πρωί,τώρα απλά αντανακλά τα φώτα του προβολέα

Μικροσωματιδια που παίρνει ο αέρας και φωτίζουν οι προβολείς μου φτιάχνουν αστρικό ταξίδι

Γιορτάζω σήμερα

«Θα έχεις να το θυμάσαι «

Κιτάπι

Στηρίγματα σε στιγματίζουν στη διαδρομή

Χέρια που έπιανες σιγά σιγά χάνονται

Σκιές ζωγραφίζουν την αλήθεια ωμή

Χώροι που έζησες μέσα σου πάλλονται

Πρωινά σε τραβάνε σε βαθείς στοχασμούς

Πίσω σου χρόνια μπροστά σου κενό

Όνειρα σβήνουν με γενναίους σπασμούς

Κρύβεσαι τρέχοντας στο πρώτο στενό

Το σώμα σου εμεινε στερνό κιτάπι

Σε κόβει σε στιγμές, ρωγμές και χρόνους

Ανοίγεις αδιάφορα το άδειο ντουλάπι

Φυλας για αύριο τους επιμονους πόνους

Να γράφω

Να γράφω τις ιδέες μου να φεύγουν

Σαν πουλιά μεσ’απ’το κλουβί

Να το ελευθερωνουν

Εκκολαυμενα αυγά ν’ανοιξουν το τσόφλι τους

Και νέα πουλιά ελεύθερα ν’ανθισουν

Μπλέξαμε

Τουλάχιστον χάρηκα 4-5 βδομάδες στην Αστυπάλαια που με περιποιηθηκε. Από δω και πέρα χρειάζεται υπομονή, σύνεση, εγρήγορση και χαλαρότητα, αργή ανυπομονησία που έλεγε ο Μπενσαιντ, ένα τρόπο ζωής που να παραμένει όμορφος, το δικαίωμα στη χαλαρότητα, την προδοσία, την απροσεξία, τη ζωή. Δε θα είναι εύκολο. Το κυρίαρχο τείνει να είναι το στρατιωτικό πνεύμα που ψάχνει από στιγμή σε στιγμή να επιβεβαιωθεί. Και στον πόλεμο πρέπει κανείς να είναι έτοιμος να πολεμήσει. Ειρήνη δε σημαίνει αποφυγή μαχών βέβαια. Αν μπορέσουμε να ακτινοβολησουμε ζωή πέρα από τα σύνορα θα έχουμε νικήσει.

Το δάσος των πεταλούδων

Να ξεχυθω στο δάσος θέλω των πεταλούδων

Ησυχες που κοιμούνται να τις ξυπνήσω

Να φτερουγισουν όμορφα τον ουρανό γεμίζοντας

Με παρδαλα τα χρώματα και αστατες τροχιές

Να με γεμίσουνε χαρα με όλη τη ζωντάνια

Κι ήλιος ν’αστραφτει σκιές να με δροσίζει

Κρυμμένη επανάσταση

Στους αδειους δρόμους της αμφιβολίας

Στα ακυρωμενα ραντεβού

Στο θόρυβο το λευκό μα και τον πολύχρωμο

Στην ακρίβεια των λέξεων

Και τη φτηνια των χρημάτων

Δύο δάκτυλα κάτω από τη σκόνη

Βοα μουρμουριστα

Και περιμένει

Η γραμμή του Μακρόν

Παρατερη η γραμμή του Μακρόν

Πού δείχνει τις στατιστικές

Χαράζει ανεξιτηλα το παρελθόν

Και το μέλλον

Παρακαταθήκη όπως και οι προηγούμενες

Για τις δίκες του μέλλοντος

Το μικροσκόπιο

Η εξαίρεση στο μικροσκόπιο του κανονικού

Το κανονικό παλεύει με τον εαυτό του

Να βρει αποδιοπομπαιους ψάχνει

Να ξορκισει αλλοκοτες εικόνες

Ο αποκωδικοποιητης να γράφει αναφορές

Στις στιγμές που δεν μπόρεσε να ζήσει

Και το αποκοσμο κοινό να κοιτά από τις χάραμαδες

Η λάμψη όμως να μην κρύβεται

Η σκόνη να γλιστρα κι αυτή

Το μικροσκόπιο πια δε δείχνει πάρα τη φάτσα του αποκωδικοποιητη

Να του χαμογελάει

Μάσκες ακόμα πουλάνε στα παζάρια

Των Μεξικανων

Σωσίβιο η ποίηση διασωζει ναυαγούς

Από τα καράβια που πνίγονται στη στεριά

Σε σταθερά λιμάνια το βλέμμα ξαπλώνει

Με την οικεία γραμμή του ορίζοντα

Τραγικοί και κωμωδοι μάσκες ανταλλάζουν

Να αποφύγουν την αυτόματη γραφή

Οι λέξεις που χαίρονται τις μέρες

Κι οι νύχτες που φυσάνε δροσερά

Σ’ένα μέλλον που ξεγλιστρα ίσως από την τροχιά της δίνης

Φλωρεντία

Ήθελα τώρα να θυμηθώ μια όμορφη στιγμή, από αυτές που ζούσαμε γιατί νιώθαμε ότι έπρεπε να ρουφήξουμε τη ζωή με δύναμη, επειδή ήμασταν νέοι, για να έχουμε εμπειρίες. Μαζεύαμε ζωή να την αποθηκεύσουμε σαν τα μυρμήγκια σε εμπειρίες, να την έχουμε στις δύσκολες ώρες. Κι όντως, μου έρχονται στο μυαλό. Ένα γήπεδο στη Φλωρεντιά, κάπου χιλια άτομα στρωματσάδα, περίπατοι με κόκκινες σημαίες στην πόλη φωνάζοντας μπέλα τσάο, προσγείωση μετά σε ένα μπαρ όπου φάγαμε όλους τους μεζέδες που κανονικά ήταν για να τσιμπήσεις λίγο και για όλους τους πελάτες – αλλά εμείς πεινούσαμε και δεν ξέραμε.

Ορίζοντας

Μια φωνή που χαϊδεύει τα σωθικά σου

Θυμάμαι είχα κι εγώ μια τέτοια

Σε συναλία με ηλεκτρικές χορδές και φωνές νιότης

σα να βλέπω σάρκες να περνάνε αρωματικά δίπλα στο τσιγάρο μου

σα να ζεσταίνομαι και να μην έχω κοιλιά ούτε πυτζάμες.

Μια φωνή να τραγουδά δυνατά τραγούδια που πια δεν υπάρχουν

γιατί τότε έτσι ήταν.

Βάζω τη μασχάλη μου πάνω της και σηκώνομαι στα πόδια μου.

Προσπαθώ να βρω τον ορίζοντα – θα μου πάρει ακόμα λίγο.

Εκεί σ’ένα νησί κάτω από ένα αλμυρίκι αράζω παράνομα και λέω γεια στους γείτονες.

Βυθίζω τα δάχτυλά μου στα χαλίκια και μυρίζω το κύμα.

Γεμίζει τα πνευμόνια μου ήλιος.

Το βιβλίο δίπλα μου μπορεί να περιμένει.

Σφύγγω το μπράτσο μου και του δίνω ένα φιλί.

Ο Σταυρός του Νότου

Πάντα νομίζαμε ότι είμαστε αθάνατοι,

γι’αυτό περνούσαμε και ξαναπερνούσαμε μες απ’τις φωτιές

Πάντα πλέαμε με πανιά ορθάνοιχτα

Γιατί ξέραμε ότι δε μπορούμε να βυθιστούμε

Πάντα ξεγελούσαμε και ξεγελιώμασταν.

Τώρα είναι αλλιώς.

Οι φωτιές δεν είναι ίδιες, ούτε κι οι θάλασσες.

Το βυθό το γνωρίσαμε μ’όλες του τις καμπύλες.

Και τους πειρατές.

Ο Καββαδίας μας συντρόφευσε σ’αλλόκοτα ταξίδια

Κι ο Μικρούτσικος μας άφησε να συνεχίσουμε μόνοι.

Μας εμπιστεύτηκαν φορτίο φως φεγγάρι

Κι ένα γαλαξία για μπούσουλα

Με το Σταυρό του Νότου στο χέρι

Να κυνηγήσουμε σταυροφόρους.

Στο Βαγγέλη

Άκουγα μόλις Pearl Jam, για να σε θυμηθώ. Για να με θυμηθώ. Πέρσι τέτοιος καιρός θα ήταν που πέρασα από το μαγαζί σου με την πρώην. Είχα να τη δω καιρό. Είχα να σε δω καιρό. Είχαμε να τσακωθούμε καιρό. Μετά ήρθα και στα εγκαίνια. Είχαμε να γιορτάσουμε καιρό. Φάτσες φωτισμένες, γνώριμες. Χρόνια πίσω οργώναμε τους δρόμους της Αθήνας, της Αττικής, του κόσμου. Οι ιδέες μας νίκησαν κι ήρθαν να μας εκδικηθούν. Ο κόσμος σταμάτησε, αλλά άργησε έξι μήνες.

Τι γυρεύω εδώ; Σκέφτηκα την τελευταία φορά που πήρα το τρένο από το αεροδρόμιο Charles de Gaul για να έρθω Παρίσι. Τι γυρεύω εδώ με τους σιχαμένους; Το Παρίσι είναι μια μπαμπούσκα που στην καρδιά της έχει ένα σκατό. Καλύτερα να ήταν άδεια.

Νόμιζες ότι θα έκανα τρια χρόνια και θα γύριζα. Έτσι νόμιζα κι εγώ. Πάνε τώρα δεκατρία. Κι έχεις φύγει.

Πάλι έμπλεξα σε κάποιες συζητήσεις ανερμάτιστες που μόνο σκοπό έχουν να σου κλέβουν το χρόνο και την προσοχή, να σε παγιδεύουν σε πλεκτάνες μαλακισμένες, να σου χαλάνε τη διάθεση, να σου καταναλώνουν την ενέργεια και να σου κλέβουν τη ζωή.

Αυτός είναι ο κόσμος που άφησες. Καλά του έκανες. Έφυγες χωρίς να το ξέρεις ότι θα ήταν έτσι. Νομίζοντας ότι θα είναι καλύτερα. Έφυγες νωρίς.

Ο κόσμος έτρεχε ακόμα με τρελούς ρυθμούς όταν ο Σπύρος μίλησε για σένα στη γειτονιά του Άρη. Αποσβολωμένοι ήρθαμε όλοι για το ύστατο αντίο. Κι οι γυναίκες σου και όλοι.

Κάναμε ότι στεκόμαστε στα πόδια μας. Ξαναπήρα τη μηχανή και ξανα-ανέβηκα στο μοναστήρι μου. Από τότε νομίζω κατάφερα να συγκεντρώσω το μυαλό μου για δυο βδομάδες μόνο. Το Δεκέμβρη που είχε την απεργία στο μετρό. Τώρα δεν ξέρω αν και πότε θα ξαναμπώ στο μετρό. Μπορεί όταν παίρνω το αεροπλάνο για πίσω. Μπορεί και ποτέ.

Μπλέξαμε με χυδαίους ρουφιάνους. Τα έλεγε η Κατερίνα Γώγου στα ποιήματά της. Μου έμοιαζαν πάντα ξένα τα ποιήματά της. Αποσβολωμένα. Τώρα φοβάμαι να τα διαβάσω.

Πάντα προσπαθούν να μας κλείσουν στο υπόγειο. Μαθαίνουμε να καταλαβαίνουμε ότι είμαστε στο υπόγειο όταν μας τελειώνει ο φρέσκος αέρας. Το κόλπο είναι να ψάξεις για τη χαραμάδα. Είναι από τις χαραμάδες που μπαίνει το φως. Όταν είμαι στα καλά μου αφήνω ένα παπούτσι στην πόρτα και ξεγλυστρώ εύκολα μετά. Κάθε φορά σε κλείνουν σε υπόγειο πιο χαμηλά. Η αίσθηση ότι είσαι σε υπόγειο τους κάνει να ξενοιάζουν. Αλλιώς είναι σε εγρήγορση.

Τώρα παίζει Sirens, πάντα των Pearl Jam. Μου ακούγεται αισιοδοξο. Παλιά δεν καταλάβαινα Βαγγέλη μου γιατί σου άρεσαν οι Pearl Jam. Έκρυβες τόσο καλά το σκοτάδι σου. Αυτό πρέπει να μάθω κι εγώ να κάνω. Συχνά μου ξεφεύγει και σκορπίζεται ολόγυρα στους λάθος ανθρώπους. Τώρα που το σκέφτομαι, όταν σκορπίζω φως είναι πάντα καλό: τρέφει αυτούς που πρέπει και σκοτίζει τους άλλους.

Ναι ρε Βαγγέλη. Έτσι πρέπει να το κάνω. Πρέπει να γίνουμε όλοι πυγολαμπήδες! Θα έρχομαι εδώ να σε βλέπω συχνότερα. Να τα λέμε. Να φεύγουν από τα μάτια μου τα δάκρυα και οι μύξες από τη μύτη μου, γιατί αλλιώς μένουν στο μυαλό μου και με πνίγουν. Θα έρχομαι πιο συχνά Βαγγέλη. Να πίνεις πάντα πιο πολύ από μένα, τίποτα τσίπουρα τριπλής απόσταξης. Με όμορφα μάτια τριγύρω να μας κοιτάνε. Να αγκαλιαζόμαστε και να κουνιέσαι μονίμως σαν σε τρικυμία στο λιμάνι.

Έχω και πολλά άλλα να σου πω. Αλλά λίγα-λίγα. Αρκεί που ξαναβρεθήκαμε. Στην υγεία μας!

Ωδή στον Μικρουτσικο

Μία στιγμή αδράνειας αρκεί

Για τη χαριστική ρωγμή

Ποιος ξεπλυνε το πάθος απ’τα μάτια σου;

Γιατί κρατιεσαι καθαρή;

Στα βαθιά, στο βυθό, θα σου δείξω τη γαλήνη

Θα σου ξαναμαθω να πνιγεσαι

Κι ύστερα θάλασσα ν’αναβλιζεις

Και κύμα

Και καθώς πρέπει να τους ξεβραζεις

Στα βράχια του καιρού τ’ακονισμενα

Ραμφη να ψάχνουν στην πορεία

Και να βρίσκουν νύχια μες την πίσσα.

Βαλένθια

Έφτασα κάπου το μεσημέρι. Κάπου δυο ώρες πιο πριν, στο αερόδρομιο Σαρλς ντε Γκολ, έκανα τις τελευταίες επικοινωνίες για να κλείσω τις γαλλικές εκκρεμότητες: τηλεφώνημα στην επιθεώρηση εργασίας μήπως κι εξασφαλίσω την παρέμβασή τους στη δουλειά, μηνύματα με το συνδικαλιστή να ασκήσει πίεση, e-mail. Είχα λάβει και τα μηνύματα του φίλου μου του καθηγητή μαθηματικών που μου έλεγε ότι τα γράμματα που του είχα προωθήσει το προηγούμενο βράδυ αποδεικνύουν ότι χρήσω ιατρο-φαρμακευτικής περίθαλψης, ότι πρέπει να πάω σε ψυχίατρο κι ότι θα χάσω τη δουλειά μου έτσι που το πάω. Τον είχα βρίσει συνοπτικά («λες μαλακίες») και τον είχα κατηγορήσει ότι δεν μπορεί να βγει από το νεποτικό σύστημα στο οποίο ανήκει, επιστρέφοντάς του τις συμβουλές που μου είχε δώσει.

Στο αεροδρόμιο της Βαλένθια αισθανόμουν χαμένος. Κάπνισα αρκετά τσιγάρα μέχρι να σκεφτώ πως θα φτάσω στην πόλη. Ως συνήθως, δεν είχα προετοιμαστεί καθόλου και περίμενα να αυτοσχεδιάσω. Είχα κλείσει βέβαια ένα ξενοδοχείο, αλλά έμενε να δω πως θ φτάσω εκεί.

Πήρα το λεωφορείο που σταματούσε απέναντί μου. Πήγαινε λέει στο κέντρο. Είχα βάλει Google Maps και παρακολουθούσα το στίγμα της πορείας μας, συγκρίνοντάς το με το στόχο, που ήταν το ξενοδοχείο. Κάποια στιγμή περάσαμε από μια γειτονιά που μου φαινόταν πολύ οικεία (όχι ότι είχα ξαναπάει ποτέ στη Βαλένθια…). Κατέβηκα εκεί. «Θα το συνεχίσω με τα πόδια». Ούτως η άλλως, είχα απλώς μια μικρή βαλίτσα – με πολύ καλά ροδάκια. Έψαξα τώρα συγκεκριμένα στο Google Maps να δω πώς. Μία ώρα και είκοσι λεπτά με τα πόδια για το ξενοδοχείο. Είχε παιχτεί μαλακία.

Ωστόσο, η γειτονιά παρέμενε όμορφη. Έφαγα bocadilos και ήπια cerveca σε δυο καφέ-εστιατόρια μαζί με τους ντόπιους. Πολύ φιλόξενοι. Δεν έβλεπαν συχνά τουρίστες σ’εκείνα τα μέρη. Πήγα πάνω-κάτω με τη βαλίτσα μερικές φορές. Το ξενοδοχείο ήταν μακριά από κει καθώς – μάλλον – κι από το (τουριστικό πλέον) κέντρο. Το ακύρωσα.