Ο Παναγιώτης ήταν ψύχραιμος. Δεν το περίμενε ότι θα ήταν ψύχραιμος. Είχε περάσει νύχτες άυπνος να σκαλίζει το σχέδιο στο μυαλό του. Κάποιες στιγμές μάλιστα δεν έπαιρνε ούτε ο ίδιος τον ευατό του στα σοβαρά. Κάτι σαν τα καλοκαιρινά ταξίδια, που περνάμε τις κρύες νύχτες του χειμώνα σκεφτόμενοι για τις τέλειες παραλίες που θα οργώσουμε με τις σαγιονάρες μας, με την κάθε λεπτομέρεια («να μην ξεχάσω τον αναπνευστήρα», «να πάρουμε και ένα ψυγειάκι για τις μπύρες», «θα μαγειρεύουμε δυο φορές την ημέρα για να κάνουμε οικονομίες») και που τελικά πέφτουν στο κενό, αφού ένας – ένας, οι φίλοι από την παρέα αποσύρονται από το φιλόδοξο πρότζεκτ.  Και τελικά καταλήγουμε για άλλη μια χρονιά να κάνουμε τα ίδια και τα ίδια.

Στο βάθος του μυαλού του λοιπόν, όσο κι αν ήταν αφοσιωμένος στο σκοπό του, ο Παναγιώτης ήταν πεισμένος ότι θα καταλήξει μούφα το εγχείρημα, σαν καλοκαιριάτικο πρότζεκτ. Όμως, πέρα από την αποφασιστηκότητά του και την βαθιά επιθυμία να ξεμπερδεύει μια και καλή, αυτή τη φορά, σε αυτό το σχέδιο, ήταν μόνος του.  Δεν ξέρω αν ο Παναγιώτης ήταν τελικά μοναχικό ή κοινωνικό άτομο. Αν τον έβλεπες σε παρέα (κυρίως σε κάποιο μπαράκι στα πέριξ του καναλιού Saint Martin) θα έλεγες ότι ήταν κοινωνικότατος.  Και ο ίδιος, αυτή την ιδέα είχε για τον εαυτό του. Αλλά τίποτα δεν τον διασκέδαζε περισσότερο από το να μένει σπίτι,  στο μίζερο 5 επί 5 που λέγαμε, και να σκαλίζει τα «υπάρχοντά» του: βιβλία μαθηματικών, ο υπολογιστής του – βεβαίως βεβαίως – και διάφορα μυθιστορήματα, ότι πιο εκτός μόδας υπάρχει. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή τη φορά τα είχε καταφέρει μόνος του.

Με γρήγορες κινήσεις, ο  Παναγιώτης άνοιξε το φρεάτιο και πέταξε το όπλο μέσα.  Έβγαλε τα γάντια, σήκωσε τα πατζάκια του και τα έχωσε στις κάλτσες. Σήκωσε το γιακά του παλτού του, άναψε ένα τσιγάρο και ανηφόρισε προς το δρόμο.  Το ψιλόβροχο άρχισε να πέφτει ξανά.