Οι περισσότεροι θάνατοι από καρδιακό συμβαίνουν τη νύχτα της Κυριακής προς Δευτέρα. Αυτή η στατιστική αλήθεια ερχόταν συχνά πυκνά στο μυαλό του τις Κυριακές τα βράδια. Και, όντας μαθηματικός, ο τρόμος του θανάτου – ως ένταξη του ιδίου σε κάποια από τις στατιστικές που εν γένει περιγράφουν πολλούς θανάτους – συνόδευε συχνά-πυκνά την τελευταία δύση του ήλιου πριν την ερχόμενη Δευτέρα.

Ένας τρόπος που είχε βρεί παλιότερα να ξεφεύγει από τις μακάβριες στατιστικές, ήταν να καταργήσει την Κυριακή αλλά και τη Δευτέρα. Δούλευε μόνος του στο σπίτι, τα βράδια, όλα τα βράδια, ανεξαιρέτως μέρας και ημερομηνίας. Και όταν κάποια στιγμή κουραζόταν και ήθελε να αράξει «κύρησσε Κυριακή», δηλ. ζούσε την x μέρα κάνοντας την υπόθεση ότι ήταν Κυριακή. Και σχεδόν πάντα, την υπόθεση αυτή την έκανε μεσοβδόμαδα. Κατά προτίμηση τις Τετάρτες. Σε κάθε περίπτωση, αποφάσιζε τι μέρα ήταν («Κυριακή» ή «άλλη») κάθε πρωί που ξυπνούσε. Ανάλογα – ακριβώς – με το πως θα σηκωθεί. Ένας βαρύς πονοκέφαλος, για παράδειγμα, ήταν μια καθαρή ένδειξη ότι επρόκειτω περί Κυριακής.

Σε αυτή την περίπτωση, σηκωνόταν, ντυνόταν, και κατηφόριζε το δρόμο μέχρι το φούρνο της γωνίας. Με δυο ευρώ, έπαιρνε ένα καφέ επιμηκημένο και ένα κρουασάν. Με μάτια πρισμένα, απολάμβανε το πρωινό του χαζεύοντας τον κόσμο να περνάει βιαστικά, και να ζήσει τη μέρα εκείνη ως Τετάρτη. Τον εντυπωσίαζαν πάντα οι γυναίκες. Όλες. Στην ακριβή γειτονιά του, τόσο αυτές που έφευγαν, όσο και αυτές που έρχονταν το πρωί, ήταν ντυμένες στην τρίχα. Κάποια στιγμή, σκεφτόταν, θα αρχίσω να τις ρωτάω τι ώρα ξύπνησαν και πόση ώρα ετοιμάζονταν για να φτάσουν την ίδια ώρα με εκείνον στο φούρνο. Θα ήταν μια ενδιαφέρουσα στατιστική. Αλλά δεν το έκανε ποτέ.

Όσο χάζευε τον κόσμο, πίνοντας τον καφέ του και τρώγοντας το κρουασάν, σκάρφιζε στο μυαλό του το πρόγραμμα της Κυριακής του. Οι εναλλακτικές ήταν συνήθως οι εξής: α) να πάει για βόλτα στην πόλη – είτε περπατώντας, είτε με το ποδήλατο, β) να επισκεφτεί ένα μουσείο, από αυτά που κάποιος γνωστός θα είχε επισκεφτεί πρόσφατα και θα είχε μοιραστεί μαζί του τις θετικές του εντυπώσεις, γ) να αγοράσει ένα καινούργιο βιβλίο από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς του και να το ξεφυλίσει πίνοντας ένα δεύτερο καφέ στο μπιστρό πιο κάτω, δ) τίποτα απ’όλ’αυτά, να γυρίσει σπίτι του και να σκεφτεί τι θα κάνει.

Σήμερα ήταν ξεκάθαρο ότι οι εναλλακτικές α) και β) δεν έπαιζαν καθόλου. Είχε μια κουφόβραση στην πόλη, πολύ φασαρία και κίνηση. Η μετακίνηση θα έπρεπε να περιοριστεί στο ελάχιστο. Από την άλλη, η ακαταστασία είχε αρχίσει να τον ενοχλεί: τα ρούχα στον καναπέ περίμεναν δίπλωμα και τοποθέτηση στην ντουλάπα, η σκόνη στο πάτωμα θα έπρεπε κάποια στιγμή να αφαιρεθεί, τα λογής-λογής έγγραφα που είχε λάβει τον τελευταίο καιρό (από λογαριασμούς μέχρι υπενθυμίσεις για συνδρομές σε περιοδικά που λήγουν) θα έπρεπε να ξεδιαλεχτούν, και είτε να απαντηθούν, είτε να τοποθετηθούν στον ειδικό φάκελο, είτε – τέλος – να πεταχτούν στον ειδικό κάδο για ανακύκλωση.

Κατευθύνθηκε λοιπόν στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς. Έτσι του άρεσε τουλάχιστον να το σκέφτεται, καθώς ήταν στα οχτώ λεπτά με τα πόδια από το σπίτι του. Ωστόσο επρόκειτο για πολυκατάστημα πολιτιστικών ειδών, με τα βιβλία να αποτελούν ένα μόνο όροφο από τους πολλούς. Πάντως τις Τετάρτες ήταν ήσυχα με λίγους μόνο χασομέρηδες να σουλατσάρουν στους διαδρόμους.